- έκκλιση
- [-ις (-εως)] η1) отклонение; 2) перен. отклонение, уклонение в сторону; 3) астр. аберрация; 4) тех разрыв (состава)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έκκλιση — η (AM ἔκκλισις) ηθική εκτροπή, παραστράτημα νεοελλ. απόκλιση («έκκλιση στύλου») αρχ. 1. λοξοδρομία, απόκλιση από τη συνηθισμένη πορεία 2. εξάρθρωση, εκτοπισμός 3. κλίση, τάση, ροπή 4. άρνηση, αποφυγή … Dictionary of Greek
εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… … Dictionary of Greek